- αλεξανδρίτης
- Ορυκτό (BeΑl2Ο4), ποικιλία του χρυσοβηρύλλου που εντάσσεται στους πολύτιμους λίθους.
Δείγμα αλεξανδρίτη, ορυκτό ποικιλίας χρυσοβηρύλλου.
* * *ο (Ορυκτ.)ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία χρυσοβηρύλλου (Al2BeΟ4) ρομβικής συμμετρίας. Οι τρίδυμοι κρύσταλλοι τού ορυκτού, με φαινομενική εξαγωνική όψη, σχηματίζουν εξαγωνική διπυραμίδα με βάση και διαμορφώνουν ένα ωραίο κρυσταλλικό σύνολο με βαθύ πράσινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alexandtrite < Alexander II (Ρώσος αυτοκράτορας) + κατάλ. -ite (προβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.